|
старческий; η ~ή άνοια — старческое слабоумие #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово старческий? — πρεσβυτικός как с (ново)греческого переводится слово πρεσβυτικός? — старческий — κατασκότεινος — θερμάστρα — κολακευτικός — φορτικότητα — αιμωδίασις — ημιχρόνιο — υπεραφθονία — διάπλεος — κοσμολόγητος — ινδιάνα — εναντιογνωμονώ — κοπρισιά — αυτόγραφο — τάβλα — πήκτωμα — σωσίας — τρίτροχος — παρασημοφορημένος — έμπρωρος — αντεισαγγελεύω — δυσκίνητα |
|||