αλλωστε

формы словаβ
αλλωστε
adv. :
          ~ (δέ) — а) ведь; б) к тому же, кроме всего прочего, кроме того



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово αλλωστε? —


επωάζωαφοπλισμόςψυχολατρείααπογύμνωσηχρησιμοκρατίααμφιβιακόςκλώστριααχαράμιστοςμαϊστροτραμουντάνακαστόριδαιμονίζομαικιονόκρανοπαιδικόςυμνολόγημαδεντροφύτευσηπέοςδήμαρχοςσταλιάαναγραφήδιακεκαυμένοςερυθροκίτρινος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit