|
adv. : ~ (δέ) — а) ведь; б) к тому же, кроме всего прочего, кроме того #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αλλωστε? — — επωάζω — αφοπλισμός — ψυχολατρεία — απογύμνωση — χρησιμοκρατία — αμφιβιακός — κλώστρια — αχαράμιστος — μαϊστροτραμουντάνα — καστόρι — δαιμονίζομαι — κιονόκρανο — παιδικός — υμνολόγημα — δεντροφύτευση — πέος — δήμαρχος — σταλιά — αναγραφή — διακεκαυμένος — ερυθροκίτρινος |
|||