|
упрямиться, упорствовать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово упрямиться? — ισχυρογνωμώ как на (ново)греческом будет слово упорствовать? — ισχυρογνωμώ как с (ново)греческого переводится слово ισχυρογνωμώ? — упрямиться, упорствовать — χαρτογράφηση — ετυμολογημένος — συκολόγος — φωτορύπανση — αισθητήριο — διεφθαρμένος — αταιτώ — οπιώδης — ανάκρουση — προεκτείνω — συγχωρητικόν — άβαπτος — σχίζω — δασύμαλλος — βαλάντωμα — μοίρασμα — ψυχομάννα — επείσθην — φλόγωμα — απαλλαγμένος — σκιάδι |
|||