Новогреческий словарь
κίρρωσις
κίρρωσις
(-εως) η мед.
цирроз
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
цирроз
? —
κίρρωσις
как с
(ново)греческого
переводится слово
κίρρωσις
? — цирроз
#
(ново)греческий словарь
—
ναρκομανής
—
μικρόχορος
—
πλεύρισμα
—
ξεφυλλίζω
—
ναυτιώδης
—
αντικαθολικός
—
κρόκος
—
επιδοκιμάζω
—
ξεθηλυκώνω
—
πριονοκορδέλα
—
εράσμιος
—
σκοτοδίνη
—
νομεύς
—
ποιμνιοβοσκή
—
γενίκευση
—
λασπερός
—
κνημιαίος
—
μεταλλοτεχνία
—
ενώνομαι
—
ευαισθητοποιός
—
αβράκωτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве