|
η 1) трещотка; 2) большой рубанок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово трещотка? — ροκάνα как на (ново)греческом будет слово большой рубанок? — ροκάνα как с (ново)греческого переводится слово ροκάνα? — трещотка, большой рубанок — πολυκουρδίζω — χρεωφειλέτης — έκλειψη — τυροπιτάκι — ανακολουθία — μανιώνω — δροσοσταλίδα — εγκάρσιος — πιόμα — πρίων — συνοριακός — πυθαγορικός — μουλλώχνω — κωφότητα — γκοριτσιά — αποστρατιωτικοποίηση — κορυδόψιχα — λαϊκάντζα — μαστοφόρος — αντιεμετικός — ανταρτόπληκτος |
|||