|
исследовательский, изыскательский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово исследовательский? — ανακαλυπτικός как на (ново)греческом будет слово изыскательский? — ανακαλυπτικός как с (ново)греческого переводится слово ανακαλυπτικός? — исследовательский, изыскательский — ελατοβούνι — νέγρος — φέγγω — γηράματα — μοτοσυκλετιστής — τεχνουργείο — τιμιότητα — σηματογράφος — λεμονέλαιο — μερσίνη — αντιπερισπασμός — τσάϊ — σκυλού — εμπνευστής — ταχυβόλος — δυσόρατος — απογοητεύω — μακρύς — καρδιοτοκογράφημα — καλογερικός — εγκατασπείρω |
|||