|
мгновенно, в мгновенье ока #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мгновенно? — ακαριαία как на (ново)греческом будет слово в мгновенье ока? — ακαριαία как с (ново)греческого переводится слово ακαριαία? — мгновенно, в мгновенье ока — καλοπληρώνω — επιτηδεύω — εννεύρωση — πετρελοιοπήγαδο — χρησμωδός — ξερράγιασμα — υπερθυρεοειδισμός — αποσκότεινα — αβαντσαίρνω — αφυλάκιστος — συνωνυμικός — χρωστούμενος — ασχημόπαπο — γεωργικός — μαλακομπούκωμα — αλυσιδίτσα — χαϊδευτικός — εριννύς — ανίδεος — ανάγομαι — πλήρωμα |
|||