|
бот. дроковый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дроковый? — σπάρτινος как с (ново)греческого переводится слово σπάρτινος? — дроковый — ισάδα — αποχαυνωτικός — φταίχτης — κωλαράς — αλαζονικά — νεροδεσιά — ραχούλα — χώρια — φιλανθής — αρχηγεύω — προσύμβαση — ψηφιδοθέτηση — αγαθοπιστία — ανέντιμα — αλιμάριστος — πολωσίμετρο — φολίδα — δρόλαπας — σκαπέτισμα — οργανολογία — αισθησιαρχικός |
|||