Новогреческий словарь
φλογόφθαλμος
φλογόφθαλμ|ος
имеющий горящие глаза
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
имеющий горящие глаза
? —
φλογόφθαλμος
как с
(ново)греческого
переводится слово
φλογόφθαλμος
? — имеющий горящие глаза
#
(ново)греческий словарь
—
διοικών
—
αντιεπιστημονικός
—
γελαστικός
—
αλεπουδίσιος
—
αντιρρέω
—
σελέμης
—
ενάκανθος
—
ξυλεμπορικός
—
εικοσιένα
—
λαφοκέρατος
—
θρησκειολογία
—
στράγγισμα
—
αλεξήνεμον
—
νεκρωτικός
—
άλλοτε
—
φωταγωγώ
—
δροσόπαγος
—
σαλαμάκι
—
δαψιλεύω
—
εκμαυλιστής
—
παραμητρίτιδα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве