|
η катушка, шпулька (с ниткой) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово катушка? — κουβαρίστρα как на (ново)греческом будет слово шпулька? — κουβαρίστρα как с (ново)греческого переводится слово κουβαρίστρα? — катушка, шпулька — αναφρόδιτος — γριτζανίζω — διαβιβαστικός — δεντροκαλλιέργεια — χαλκομανία — κύλισμα — γλιτζιάρικος — βόσκηση — μαμάκιας — βενζόλιο — φωνή — λησμονημένος — συβάζομαι — ευκίνητο — τσιμεντοκονία — οδηγικός — δασύμαλλος — επιμέλεια — θρύψις — κουτουλιά — ψευδοκλασσικισμός |
|||