|
η проституция #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово проституция? — πορνεία как с (ново)греческого переводится слово πορνεία? — проституция — κηπουρικός — δωδεκαρίτες — ροβολώ — αλκυώνα — χοντρουλός — θεληματικά — βιβλιοπαραγωγή — ξινοκέρασο — δουκέσσα — χονδρομέταξα — χάσμα — μάρκα — αναμαλάζω — κόπια — λασπολογία — αρμπακανέλλα — κράμα — ισότροπος — ευμετακόμιστος — εκτυπωτικός — καπνοσύριγγος |
|||