Новогреческий словарь
κάλιο
κάλιο
το хим.
калий
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
калий
? —
κάλιο
как с
(ново)греческого
переводится слово
κάλιο
? — калий
#
(ново)греческий словарь
—
ανισοψηφία
—
καλαμποκάς
—
υπατεία
—
σαραβαλιασμένος
—
ανευφήμητος
—
κουτουλιά
—
εικονογράφηση
—
κουβαλητής
—
διίσμός
—
κλούβα
—
ξενυχτάω
—
φαρφουρί
—
ξυλογραφία
—
γοήτευση
—
ανατατικός
—
μετατίθημι
—
πορνείο
—
κατατάζω
—
απαγάδι
—
σκληρός
—
αναδασώνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,