|
седлать; вьючить #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово седлать? — σαμαρώνω как на (ново)греческом будет слово вьючить? — σαμαρώνω как с (ново)греческого переводится слово σαμαρώνω? — седлать, вьючить — αιγόδερμα — πρωτόγεννος — οντογένεια — καλοκάγαθος — λειώσιμο — θαλασσοφοβία — οκτάβα — φαλαινοειδής — εξευμενίζω — μονόφθαλμος — συνεφέρνω — σκληραγωγικός — πιθαράδικο — ρατσιστικά — εκεράσθην — παρασπονδώ — μεταστρατοπέδευση — γυναικαδέλφη — αμυκτήριστος — τρύπησις — λυχνία |
|||