|
шелковица, тутовое дерево #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шелковица? — συκαμινέα как на (ново)греческом будет слово тутовое дерево? — συκαμινέα как с (ново)греческого переводится слово συκαμινέα? — шелковица, тутовое дерево — σιδηρόδρομος — διηλώνω — φοινικοβάλανος — χιλιοστογραμμάριο — λυχνοστάτης — ακουστικός — βιβλιοφύλακας — ψυχρόφιλος — γουστάρω — ξεκάρφωμα — αρραβωνιάρης — ελεγειοποιός — σηροτροφία — πεταλοειδής — λιποαιμία — ακατάληχτος — ακατάφερτος — φορώ — αντισεισμικά — γλυκοκοιτάζω — οστεώδης |
|||