|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μεγαλοσύνη? — — υδατογράφος — δευτερόγονος — ψυχοβγάλτης — εκατόχρονος — τυραννοκτόνος — μπαταξής — συμβολικός — βλένα — μέση — ασσαλος — εύροια — κηπάριο — λιγοτεκνία — διαζωμάτιο — λιμάρω — υαλουργός — δωρεοδόχος — εκβιομηχάνισμός — ανδρίζω — φαγανός — ιερουργώ |
|||