Новогреческий словарь
εφτάμερος
εφτάμερ|ος
семидневный
;
τό ~ο — семидневка (разг.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
семидневный
? —
εφτάμερος
как с
(ново)греческого
переводится слово
εφτάμερος
? — семидневный
#
(ново)греческий словарь
—
αβροέπεια
—
έκκεντρον
—
μπατικά
—
παστεριωμένος
—
αναποζημίωτος
—
εξομολογητήριο
—
λιλλιπούτειος
—
ρομαντισμός
—
σωματείο
—
αμμοαργιλλώδης
—
νεωδόχος
—
δόκτορας
—
εκδυση
—
συννεφοσκέπαστος
—
αλατόμετρο
—
μπουμπουνίζει
—
λούρα
—
χειρούργηση
—
αχειραφέτητος
—
ψεκαστήρας
—
ηλίαση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве