Новогреческий словарь
καρκάντζαλος
καρκάντζαλ|ος
ο, τό фольк.
рождественский злой дух
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
рождественский злой дух
? —
καρκάντζαλος
как с
(ново)греческого
переводится слово
καρκάντζαλος
? — рождественский злой дух
#
(ново)греческий словарь
—
νομικώς
—
μασούλημα
—
δυτικά
—
ακρυστάλλωτος
—
στράγγισμα
—
πιπεριά
—
θεώμοι
—
καταλαλήτρια
—
γεβέντισμα
—
αμπελών
—
σκυφτός
—
αντιρρόπησις
—
ταγάρι
—
μεγαλοκαμωμένος
—
αροτριώ
—
μωραίνομαι
—
συμβουλάτορας
—
σκορπιός
—
ολισθητήρας
—
μεγάμετρο
—
εξερεθίζομαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве