|
το 1) табуретка; 2) мн.ч. «скамеечки» (вид детской игры) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово табуретка? — σκαμνάκι как на (ново)греческом будет слово скамеечки? — σκαμνάκι как с (ново)греческого переводится слово σκαμνάκι? — табуретка, скамеечки — ηπατοπάθεια — κρεόζωτον — γιδόδρομος — αθυτος — ανεγκέφαλος — ασυσχέτιστος — μετατρεψιμότητα — άπαν — καλόγνωμος — ποδηλατιστής — μαθητάκος — γνάψιμο — σταυλισμός — πεντακόσια — ντιλεττάντικος — προκαρυωτικά — αφυδάτωση — φληναφώ — συνήθης — συρτός — καρβουνίδι |
|||