|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ολιγοσαρκία? — — γαιανθρακοφόρος — μονόπαντα — αναμπαίχτρα — ποδοκύλισμα — δυσμηνόρροια — διστακτικά — περιστασιακώς — γολιάθ — νοσοκόμος — στρωτά — λαμπυράδα — καθημαγμένο — ευχερής — αναμονή — βλημάτοφόρος — άγρια — ημίπληκτος — ηλεκτρόφωνο — απονίβομαι — σκάρα — ραχιτικός |
|||