|
το каламбур, шутка; λέγω (или κάμνω) ~α — каламбурить; γιά ~ — ради шутки #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово каламбур? — καλαμπούρι как на (ново)греческом будет слово шутка? — καλαμπούρι как с (ново)греческого переводится слово καλαμπούρι? — каламбур, шутка — ύβωμα — ξώσχολα — σκλαβοπάζαρο — αναμνηάζω — πεταλουδίτσα — βηρύλλος — οδοντόκονις — χρωμοφωτογραφία — απατίκωτος — αμεμψίμοιρος — αργούτσικος — ετεραρχία — εννεάκις — γαλακτοφαγία — γούστο — αποσβενώ — δορκάς — εκλαύσθην — εξογκώνομαι — υδατόσημο — δωροδοκώ |
|||