|
η автоторможение; μηχανισμός ~ης — автотормоз #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово автоторможение? — αυτοπέδηση как с (ново)греческого переводится слово αυτοπέδηση? — автоторможение — σφαντάζω — εμπύρευμα — αφιλόξενος — συσκότιση — ευθαρσία — επαινετικος — ντάλα — αιματοκυλίζω — αναπετώ — προχώρηση — πιανόλα — δρομοκροτίς — πλοηγώ — ρασιστικός — απεσταλμένος — λιόκρουγμα — πρωτοκολλήτρια — πώμα — αρχαιοδίφης — ανοιξιάτικα — ρετσινιά |
|||