|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово διαβατήριος? — — χανγκάρ — επιστόμωση — αδεκαρία — εκτύπωση — σκουτεράκι — κλώτσος — ανεξαγόραστος — βούκα — επεκτατικός — υπέρψυχρος — διφθερίτιδα — αράγιστος — ευτυχία — ζηλευτός — σέλας — υδρόμετρο — διάκενο — πυρολάτρις — υδατομιγής — νουβέλλα — νομοκάνονας |
|||