|
психологический; ~ή στιγμή — психологический момент; ~ή κατάσταση — душевное состояние #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово психологический? — ψυχολογικός как с (ново)греческого переводится слово ψυχολογικός? — психологический — ανεπίκαιρος — φειδωλός — αριστούργημα — υπερίδρωσις — πολιτιστικά — αταχυδρόμητος — ξέπλεγμα — αποχαλινώνομαι — παπίσιος — εγχύσιμος — — αυτοσχεδίαση — γύφταρος — ριγωτός — απάλυνση — βάζο — υποκαθιστώμαι — καταβρόχθιση — αιμοφορία — ωλένιος — ελώδης |
|||