Новогреческий словарь
ψυχολογικός
ψυχολογικός
психологический
;
~ή στιγμή — психологический момент
;
~ή κατάσταση — душевное состояние
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
психологический
? —
ψυχολογικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
ψυχολογικός
? — психологический
#
(ново)греческий словарь
—
μετάξινος
—
φαινικό
—
συμμετρικός
—
ποιητάρης
—
εκμυστηρευτικός
—
ουροανάλυση
—
καμάρα
—
αμυγδαλοκατόκτης
—
Κυπριώτισσα
—
αντίπους
—
απόπτυση
—
ξεδιαντροπιά
—
μονοπρόσωπος
—
λασπόνερο
—
αείμνηστος
—
προφυλακτικός
—
βολιδοσκοπώ
—
οξύληκτος
—
χόχλος
—
κακοπαθώ
—
καυτήρι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,