|
спасать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово спасать? — ανασώζω как с (ново)греческого переводится слово ανασώζω? — спасать — ρασιστής — κωδωνοστάσιο — πυτιογόνος — απεισμάτωτος — ζωύφιο — νερομπογιά — στριφτός — αεροκοπανιστής — πρωτοχρονιάτικα — δοντάκι — ημέρα — μεθόρμιση — μηλιόρι — φυστίκι — επαλληλία — κλεψίτυπο — ανευρίαστος — χρεμετίζω — ωογενεσία — λιγόφαγος — κορνέττα |
|||