|
очевидно; η συνάντηση θά γίνει ~ τό καλοκαίρι — [phrase]встреча состоится, очевидно, летом[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово очевидно? — προφανώς как с (ново)греческого переводится слово προφανώς? — очевидно — σταχομαζώχτρα — τάχυνση — απροόριστος — βάφτισμα — απομώρανση — δανέζικος — σκαρτεύω — κρατούντες — σιφωνίζω — ξεδένω — κουρείο — αρκούδι — αγκιστριά — τονώνω — ολοκληρωτής — αναφωνητής — ανεξαρτοποιούμαι — διγενής — λωτοφάγος — ειδωλολατρία — εξιχνιάζω |
|||