Новогреческий словарь
προφανώς
προφανώς
очевидно
;
η συνάντηση θά γίνει ~ τό καλοκαίρι — [phrase]встреча состоится, очевидно, летом[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
очевидно
? —
προφανώς
как с
(ново)греческого
переводится слово
προφανώς
? — очевидно
#
(ново)греческий словарь
—
επίνεμα
—
αιματοποιητικός
—
αχαμήλωτος
—
φυγός
—
κουτσαβάκισσα
—
συρματωτήρ
—
σιωπή
—
οπιομανία
—
επακούω
—
μεταγνώθω
—
φαταλισμός
—
πετσωμός
—
ενδοβένθος
—
νεοζωϊσμός
—
μουσοτραφής
—
εμφωλεύω
—
βρέξη
—
ποταμοφυής
—
θεριακωμένος
—
απότις
—
στροφίδι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве