|
сделанный вручную #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сделанный вручную? — χεροκάμωτος как с (ново)греческого переводится слово χεροκάμωτος? — сделанный вручную — αλωπεκία — διάνοιξη — διορατικρός — βιβλιεκδότις — φεγγαροφώτιστος — καθικετεύω — γιγαντώνομαι — καθέκαστα — ζακτό — εκδοχεύς — συνωνυμικός — αποκτήνωση — ολιγόστεμα — χωματουργός — σκυλομούρης — λύκειος — αβοσκος — λιθοβολώ — νοησιαρχικός — εξαπλούς — φρίσσα |
|||