|
искалеченный, изувеченный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово искалеченный? — σακάτικος как на (ново)греческом будет слово изувеченный? — σακάτικος как с (ново)греческого переводится слово σακάτικος? — искалеченный, изувеченный — στοργικά — άρριπτος — αυθυπόστασις — τερατωδώς — προβληματίζομαι — ιέρισσα — οικοδόμημα — κοντοπόδαρος — υποκόμισσα — υφέρπω — ασημόκουπα — μηνύω — χειροβολώ — ρινικός — αστοκρατία — ερωτισμός — σανιδόσκαλα — αποχωριστικός — αφρόγαλα — γιαβάσικος — τρικλοποδιά |
|||