|
ο 1) прогулка заключённых; 2) право на прогулку заключённым #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово прогулка заключённых? — προαυλισμός как на (ново)греческом будет слово право на прогулку заключённым? — προαυλισμός как с (ново)греческого переводится слово προαυλισμός? — прогулка заключённых, право на прогулку заключённым — ταμένος — ωάριο — κοφτήριο — περισκωληκοειδικός — δουλικό — ανεξαργύρωτος — αποχιονιστικός — κληροδότρια — χοανοειδής — αρτεύω — βουστάσιο — υποχρεωτικότητα — πολυγονία — ανθρωποκυνηγητό — σχίστης — πρόσχωση — φασματόμετρο — αλιευτικός — ανέβασμα — Κρητικόπουλο — παραβγαίνω |
|||