|
το 1) бедро; ляжка; 2) ягодица #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бедро? — μερί как на (ново)греческом будет слово ляжка? — μερί как на (ново)греческом будет слово ягодица? — μερί как с (ново)греческого переводится слово μερί? — бедро, ляжка, ягодица — εξέχω — παραπεμπτικό — μαθός — προγιαγιά — είδηση — ρίγανη — ζέχνω — ανηθικότητα — ατμονομέας — αίγα — βουρκονέρι — αιμορροϊκός — αλλαξοθρησκεία — σουρεαλιστικός — αμνειός — κοσμηματοθήκη — κοκκινοβολάω — αρεοπαγίτης — οπισθοχώρηση — αειπάρθενος — μπακότερμα |
|||