|
каменный; ~ό καλντερίμι — булыжная мостовая #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово каменный? — πετρωτός как с (ново)греческого переводится слово πετρωτός? — каменный — βλέπω — κλειδαριά — υψηλό — αλησμονιάρης — αδιαπόρθμευτος — τάχιστα — χορταριάζω — εκτύφλωση — υφίσταμαι — ζαβώνω — ανάτηξη — λαφροχαϊδεύω — θερμαντικός — φαγάνα — ανήμπορος — αναδιανεμητικός — εχθρικότητα — κατακεραυνώνω — κριθάρι — καταχράστρια — μουράγιο |
|||