|
успокаивающий, успокоительный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово успокаивающий? — καταπαυστικός как на (ново)греческом будет слово успокоительный? — καταπαυστικός как с (ново)греческого переводится слово καταπαυστικός? — успокаивающий, успокоительный — δεκαπενταπλάσιος — αμπορμπέριστος — απομπάμπακο — λυτός — εξαχρείωμα — δοκιούμαι — κορνιζοπωλείο — ακόκκιστος — προσκήνιο — στρόμβος — κοκόλιπος — νερουλιάστρα — προνόμιο — ολισθηρότητα — τόπος — καρποφορώ — ωσάν — αλιβάνωτος — επιφανής — κακοτεχνία — σταθμοδείκτης |
|||