ερμηνεύσιμος

формы словаβ
ερμηνεύσιμος



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово ερμηνεύσιμος? —


αμοιβαδοειδήςανιόναντιπατριωτικόςμεγαλοεπιχειρηματικόςαγουρογέννητοςεκσλαυισμόςανακόλλιΓηεγγυητήριολιγδήςελαιοτριβείοπρόδηλοςσερδάρηςαναβάπτισμαοδόντωσηεξυδάτωσιςάνομαακροατήριοφρίκηψυχοφυσιολογικόςλειχηνικός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit