|
το спиртометр, спиртомер (для вин) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово спиртометр? — οινόμετρο как на (ново)греческом будет слово спиртомер? — οινόμετρο как с (ново)греческого переводится слово οινόμετρο? — спиртометр, спиртомер — λειχηνοειδής — μάρτυς — αναπεταννύω — ξεγαντζώνομαι — προσχώνω — δερμικός — απάστρευτος — εμπυριοδόκη — μπατσονόμος — σαγηνευτικός — κατατόπιση — πετρελαιοφόρο — πολιορκία — διαστασιολόγηση — έπεισα — υπογράφομαι — αφώτιστος — ατελέσφορος — αντσούγια — συνδαυλίζω — φυλλομετρώντας |
|||