Новогреческий словарь
ιστολογικός
ιστολογικός
мед.
гистологический
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
гистологический
? —
ιστολογικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
ιστολογικός
? — гистологический
#
(ново)греческий словарь
—
αγαρμποσύνη
—
αστραπομπουμπουνίζει
—
γοργόσβηστος
—
αποπλάνηση
—
διεκτραγωδώ
—
ακόρδο
—
μηχανολογικός
—
ανέξοδος
—
αποδεικνύω
—
έγκαιρος
—
φυσικός
—
αλευρένιος
—
κακοπορεύω
—
κατάτμηση
—
ανημπόρια
—
φαλλιρίζω
—
ξύπνιος
—
καταπονημένος
—
αλαμπουρνέζικος
—
ρούφηγμα
—
μάουζερ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве