|
улетучивающийся #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово улетучивающийся? — εξαερώσιμος как с (ново)греческого переводится слово εξαερώσιμος? — улетучивающийся — επίσιον — πονόδοντος — χειρουργική — διαφοροποιημένος — κονιοσκόπιο — απόθαρρος — σχαστηρία — μαγνητογεννήτρια — θεατρικογράφος — περιχαρακώνομαι — χαζοκούτι — στερεοτύπης — επιστημονικά — κωλοδάχτυλο — μικροχρονόμετρο — διέβην — ασιανός — ιχθυολογία — ατύλιγος — αστιγματισμός — φρενιτικός |
|||