|
η воен. бригада; ~ τάνκς — танковая бригада #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бригада? — ταξιαρχία как с (ново)греческого переводится слово ταξιαρχία? — бригада — αγράμματος — εύνους — βυθός — μετεμψύχωση — τσαγκάρης — κωλαράκι — πικάρομαι — τούννελ — υποπολλαπλάσια — συνηχητικός — αντιπροσωπεύω — βερολινέζικος — ουχί — γλυκομεθάω — ατροφικός — αποθηκοφύλακας — επιφυάδα — ανάπαλιν — πολυπροσώπως — απομυζώ — παγκοσμιοποιημένος |
|||