|
αόρ. от δάκνω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово έδηξα? — — ανυπέρβλητος — τρυπώνω — φτερώνω — χαϊδευμένος — επιδοματούχος — πλεγματικός — ακροαματικότητα — ιδρωτήριο — περηφάνια — ανεφοδιάζω — τελειοποιούμαι — ανυπόφορος — χαλκευτική — διαμαρτυρικό — απροκοψιά — ηθικοποίηση — αταξίδευτος — πολυλογώ — διασταλτικός — χρεωκόπος — σπουργίτης |
|||