|
звучащий (в ушах); έχω έτι ~ον τήν φωνήν του — [phrase]я до сих пор слышу его голос[/phrase]; ~ είναι εισέτι η φωνή του εις τά ώτα μου — [phrase]его голос до сих пор звучит у меня в ушах[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово звучащий? — έναυλος как с (ново)греческого переводится слово έναυλος? — звучащий — υψηλό — τριακονταετής — ναυαρχίδα — επιρρωννύω — εκδικιέμαι — σπιθαμή — άρπα — γύψωμα — παραμελούμενος — απογοητευμένος — περισκάπτω — ψιακώνω — υποκειμενισμός — γρανιτόστρωτος — διάνοια — χρίζω — πουτανίστικος — φλόγινος — κόλαφος — ακτέα — δολίευση |
|||