έναυλ|ος

формы словаβ
έναυλ|ος
звучащий (в ушах);
          έχω έτι ~ον τήν φωνήν του — [phrase]я до сих пор слышу его голос[/phrase];
          ~ είναι εισέτι η φωνή του εις τά ώτα μου — [phrase]его голос до сих пор звучит у меня в ушах[/phrase]



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово звучащий? — έναυλος
как с (ново)греческого переводится слово έναυλος? — звучащий


υψηλότριακονταετήςναυαρχίδαεπιρρωννύωεκδικιέμαισπιθαμήάρπαγύψωμαπαραμελούμενοςαπογοητευμένοςπερισκάπτωψιακώνωυποκειμενισμόςγρανιτόστρωτοςδιάνοιαχρίζωπουτανίστικοςφλόγινοςκόλαφοςακτέαδολίευση




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit