|
колеблющий, качающий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово колеблющий? — ταλαντευτικός как на (ново)греческом будет слово качающий? — ταλαντευτικός как с (ново)греческого переводится слово ταλαντευτικός? — колеблющий, качающий — επαίτης — αϋφαντάκος — παραλαμβάνω — δουλοπρέπεια — καλοκαιράκι — στρατοδικείο — σένια — μπουκαδόρος — κωλομαλάκας — ιμπρεσάριος — φασιστόμουτρο — γαλακτόκονις — κατάκλιτος — εντερορραγία — ευθαλειούχος — γελάστρια — κάττυμα — χάσικος — μύρμηκος — δίστιγμα — μπουρζουά |
|||