|
το мор. фок-мачта #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фок-мачта? — τουρκέτο как с (ново)греческого переводится слово τουρκέτο? — фок-мачта — στάνταρ — πολύδροσος — βολβολούλουδο — γνώση — αστέναχτος — γαγγρώνω — κηροποιία — τρωτότητα — ορειβάτης — οικογενειακώς — υφασματεμπόριο — μαξιλλαροθήκη — θρόνος — μαϊτάπι — ξεμεθώ — ευδαιμονιστής — ζορίζω — σβουριχτή — μελιτζανύς — ζαχαροπλαστείο — αμεταφόρητος |
|||