|
сильно огорчаться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сильно огорчаться? — υπερλυπούμαι как с (ново)греческого переводится слово υπερλυπούμαι? — сильно огорчаться — πολυκύτταρος — πεντηκοντούτις — νιάημερα — καταβρεχτήρας — άρα — ανάσβολα — Τυρινή — ατοξικός — εκχώνω — μακεδόνικος — αρκευθίς — ατμοηλεκτρικός — σιφόνι — κούμπουλο — μπαμπούλας — κακοδιαθεσία — μεθοδικός — αγγλική — αυτογέννητος — χνοώδης — ίλαρχος |
|||