|
быть, служить кем-л. ; εχρημάτισε πρεσβευτής — [phrase]он был послом[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово быть? — χρηματίζω как на (ново)греческом будет слово служить? — χρηματίζω как с (ново)греческого переводится слово χρηματίζω? — быть, служить — αχνοφέγγω — κλιμακωτά — αδικοχαμένος — φρύγετρο — επικάθημαι — φρενήρης — μανομετρικός — βαρκαρόλλα — στομαχόπονο — συμπαρασύρω — προστήθιος — χρεωκοπία — ψυχιατρείο — σαββατιανό — περσινός — αποβιβαστικά — αυτοαπτίζομαι — υπαρξίστρια — εξπρεσσιονιστής — ασύφταγος — ξαρμυρίζω |
|||