|
мед. флегмонозный, относящийся к флегмоне #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово флегмонозный? — φλεγμονικός как на (ново)греческом будет слово относящийся к флегмоне? — φλεγμονικός как с (ново)греческого переводится слово φλεγμονικός? — флегмонозный, относящийся к флегмоне — ρόφημα — καλοκάγαθος — υπερκρέμαμαι — εξοπλίζομαι — γλυκοζώ — επτακοσιοστόν — αναπλήρωση — κηδεμονία — κτηματολογικός — αχάλαγος — κεντώ — αμίαντος — δίχροος — γαλακτούχος — διαπιδυτικός — ανδροκρατούμενος — μούτρο — εβδομαίος — ραδιοσταθμός — αλφισμός — γυμνασιαρχείο |
|||