|
ηαθ. αόρ. от εμπηγνύω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ενεπήχθην? — — ξερότοπος — κοσπενταριά — άμβλωση — αχτιδωτός — αυλόκηπος — ωόν — αμαρτωλός — ξερομασάω — ξεκατίνιασμα — αντενέργεια — ξανθόμαλλο — μετακάρπιος — προσκοπίνα — ρόδα — προσαγωγή — αγγλοτραφής — μάγκιπος — προκοίλι — ιλλυρικός — ενωτικό — παραγεμισμένος |
|||