ενεπήχθην

формы словаβ
ενεπήχθην
ηαθ. αόρ. от εμπηγνύω



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово ενεπήχθην? —


ξερότοποςκοσπενταριάάμβλωσηαχτιδωτόςαυλόκηποςωόναμαρτωλόςξερομασάωξεκατίνιασμααντενέργειαξανθόμαλλομετακάρπιοςπροσκοπίναρόδαπροσαγωγήαγγλοτραφήςμάγκιποςπροκοίλιιλλυρικόςενωτικόπαραγεμισμένος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit