|
ясный, очевидный; είναι ~ον — очевидно #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ясный? — πρόδηλος как на (ново)греческом будет слово очевидный? — πρόδηλος как с (ново)греческого переводится слово πρόδηλος? — ясный, очевидный — αχερόπλεχτος — συνοπτικότητα — λεύχειμο — εσκούδον — χάπι — επικυρίαρχος — ριγέ — προετοιμασμένος — νεολιθικός — έμφραγμα — ξεδιψω — βραχυκεφαλία — ονομαστί — ομογάστριος — εμπυρευματοθήκη — ακαταχώνιαστος — Θρακιώτισσα — έναυλος — μέσο — χειμέριος — βροντόλαλος |
|||