Новогреческий словарь
εντεροσκοπία
εντεροσκοπία
η мед.
энтероскопия
;
~ τού παχέος εντέρου — ректоскопия
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
энтероскопия
? —
εντεροσκοπία
как с
(ново)греческого
переводится слово
εντεροσκοπία
? — энтероскопия
#
(ново)греческий словарь
—
τραγανιστός
—
κοιλιάρης
—
λειομύωμα
—
παρασημοφόρηση
—
γνέφι
—
αναχωρώ
—
αγκαζέ
—
περιχαράζω
—
πυελίτιδα
—
λαγουδάκι
—
χιλιάρικο
—
διαβατό
—
καλοβλέπω
—
παραλαμβάνω
—
βαθομετρικός
—
παραγοντίσκος
—
δικάω
—
πλειστηρίαση
—
κοκκάλινος
—
ανθηφορία
—
μεσολαβή
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве