|
η мед. энтероскопия; ~ τού παχέος εντέρου — ректоскопия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово энтероскопия? — εντεροσκοπία как с (ново)греческого переводится слово εντεροσκοπία? — энтероскопия — χιαστός — ανεξικακώ — χωρίστρα — πρόσραμμα — βόμπιρας — χαβιάρι — περπατησιά — αποκάτωθε — βυζάχτρα — μικροβιολογία — πάρεση — ραδιοσκόπηση — βρύω — αποκένωση — κανιβαλικός — απόστροφος — κοχιάζω — απογαλάκτισμα — σφιχτός — κόλπωση — ρομάντζα |
|||