|
усыновлять; удочерять #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово усыновлять? — εισποιούμαι как на (ново)греческом будет слово удочерять? — εισποιούμαι как с (ново)греческого переводится слово εισποιούμαι? — усыновлять, удочерять — μορμόνος — αποχτυπάω — καλλιγραφία — διατρέφω — ετοιμολογία — απανθρακώνω — βρεγμένος — ελληνοφοβίο — βολφράμιο — ημιαγωγός — ετεροχρωμία — πλεμόνι — υπερταξικός — βύσσινόχρους — αυτοστεγάζομαι — διαστρεβλώνω — κολλοδιοχάρτης — γούρι — πολυίατρείο — επίκριμα — γελοιώδης |
|||