τσομπανόπουλο

формы словаβ
τσομπανόπουλο
το пастушонок



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово пастушонок? — τσομπανόπουλο
как с (ново)греческого переводится слово τσομπανόπουλο? — пастушонок


ιδιωτικοποίησημηχανότραταδιαθρύλημαγυαλοκοπώτελαμώναςέθεσαευμεταβλησίασαρανταπέντεδολίευσηειδωλολατρείαμικροσεισμοίανεμόχιονομινιμαλιστικόςειρηνοποιόςπρωταγωνιστώμόνοιασμααντιζυγίααπονενοημένοςκλωσσοπούλιαντιφλογιάσυνέταιρος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit