|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αγκαθάρα? — — σπογγίζω — ωτοπάθεια — κακώς — αντιλακτίζω — ολυμπιακός — ανυπόθηκος — Ρώσα — παθαίνομαι — ατάγιστος — αγριαψινθιά — εξοίδημα — βαγιουλίζω — παραφόρτωμα — γεάνθρακος — ακροβούνι — προπαίρνω — αδιασάφιστος — γλυκαχός — βολφράμιο — ακριτοέπεια — ξεροψήνω |
|||