|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово άκομψα? — — μάνταλος — φελλωτός — απησχολημένος — αλλογενής — φερεγγυότητα — άκομψος — γιασεμί — αγκυροβόλημα — μελετάω — τύχη — ελαιόλιθος — μάζευμα — ανακαθάρισμα — ξυλάνθρακας — ναρκισσιστικός — τριανταριά — πιθηκικός — μπόγιας — φατνιακός — πενταετία — θιασώτις |
|||